ὀνειροπόλοι

ὀνειροπόλοι
ὀνειροπόλος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σημαίνω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμαίνω Α [σῆμα / σᾱμα] 1. δίνω σήμα, σημείο με ήχο ή με κάποιον άλλο τρόπο (α. «η καμπάνα σήμανε εσπερινό» β. «η σάλπιγγα σήμανε σιωπητήριο» γ. «ἐσήμαινε παραρτέεσθαι πάντα», Ηρόδ.) 2. έχω, δηλώνω ή φανερώνω κάποια σημασία ή… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Καλιότσος, Παντελής — (Αθήνα 1925 –). Λογοτέχνης. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία και, κυρίως, με το μυθιστόρημα και το θέατρο. Στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1958 με το έργο Η θλιβερή ιστορία μιας κουτσουλιάς. Ακολούθησαν τα έργα Ο μεσαίος τοίχος (1965), Οι… …   Dictionary of Greek

  • Λέβερτιν, Όσκαρ — (Oscar Ivar Levertin, Γκιρτ 1862 – Στοκχόλμη 1906). Σουηδός ποιητής και κριτικός, εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα και έγινε καθηγητής της ιστορίας της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Με τις παραδόσεις του… …   Dictionary of Greek

  • ονειροπόλος — α, ο αυτός που κάνει όνειρα, που πλανιέται σε κόσμους φανταστικούς, αλλ. φαντασιόπληχτος, φαντασιοκόπος: Οι νέοι είναι ονειροπόλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”